- συγγίνομαι
- συγγίγνομαιto be born withpres ind mp 1st sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγγίνομαι — Α ιων. τ. βλ. συγγίγνομαι … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
συγγίγνομαι — και ιων. τ. συγγίνομαι Α [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον 2. αρχίζω να υπάρχω συγχρόνως με κάτι άλλο 3. συναναστρέφομαι με κάποιον 4. (για μαθητή ή οπαδό) μαθητεύω κοντά στον δάσκαλό μου («Πρωταγόρας... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους… … Dictionary of Greek
ԵՂԱԿԻՑ — ( ) NBH 1 0651 Chronological Sequence: 8c ԵՂԱԿԻՑ ԼԻՆԵԼ. συγγίνομαι simul fio, adsum Ի միասին լինել, առընթեր գտանիլ. *Զի թէ եղակից լինին չարի նախախնամաբար, այն ո՛չ է չար, այլ բարի եւ ի բարւոյ, որ եւ զչարն բարի առնէ. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶՈՒԳԱՒՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0749 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c, 13c ն. προστίθημι, παραζεύγνυμι adjungo Միաւորել. միաբանել. խառնել. համադասել. յարել. կր. Յարիլ. միաբանիլ. համաձայնիլ. հաւասարիլ. *Զտարերս զուգաւորեցեր ʼի կենդանութիւն արարածոց. Ճշ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)